- χαλκοσίνης
- ο, Ν(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό που είναι ένα από τα πιο σημαντικά μεταλλεύματα τού χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chalcosine < chalcos (< χαλκός) + κατάλ. -ine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκολαμπρίτης — Oνομάζεται και χαλκοσίνης. Ορυκτός θειούχος χαλκός (Cu2S). O χ. είναι ουσία πολύ μαλακή και πολύ εύθραστη, έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 5,5 5,8 και χρώμα σιδηρόφαιο ή μολυβδόχρωμο, πάντως σκοτεινό. Κρυσταλλώνεται κατά το ρομβικό σύστημα με … Dictionary of Greek